- ἐθελήμων
- ἐθελ-ήμων, ον, gen. ονος, = foreg., Pl.Cra.406a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εθελήμων — ἐθελήμων, ον (Α) εκούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του εθελημός] … Dictionary of Greek
ἐθελήμων — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελήμονα — ἐθελήμων neut nom/voc/acc pl ἐθελήμων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελήμονος — ἐθελήμων gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek